May 5, 2020 00:54
4 yrs ago
21 viewers *
English term

morbidity rate

COVID-19 GBK English to Greek Medical Medical (general)
Definition from TIME:
The morbidity rate is a measure of how many people have an illness relative to the population.
Example sentences:
The objective, the ministry says, is to reduce the morbidity and mortality rate that has arisen due to COVID-19. (Free Press Journal)
Health experts suspect the toll is almost certainly higher, pointing to an elevated morbidity rate among older people suffering from a range of other illnesses who were not tested or, as is common in Indonesia, never subject to a post-mortem autopsy. (Asia Times)
Widespread coronavirus testing at a far higher rate than has been the case in the country’s European neighbours has played an important role the low morbidity rate. More than one million individuals have been tested for coronavirus in Germany. (The National)
Change log

May 4, 2020 23:31: changed "Kudoz queue" from "In queue" to "Public"

May 5, 2020 00:54: changed "Stage" from "Preparation" to "Submission"

May 8, 2020 01:56: changed "Stage" from "Submission" to "Completion"

Proposed translations

+3
4 hrs
Selected

δείκτης νοσηρότητας

Το ποσοστό των νοσούντων από μία συγκεκριμένη ασθένεια σ' ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στον πληθυσμό.
Example sentences:
Στην επιδημία γρίπης το 2016 πέθανε το 92% των διασωληνωθέντων εκτός ΜΕΘ. Ο δείκτης νοσηρότητας αυξήθηκε στο 24%. Το 59% των πολιτών μείωσε τη χρήση υπηρεσιών υγείας. (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλι�)
«Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια «έκρηξη» εργασιών τόσο στο πεδίο της ψυχολογίας όσο και της Ιατρικής σχετικά με την έκβαση ασθενών με βάση τις ίδιες τις δηλώσεις τους για τη νόσο τους. Η ιδέα είναι ότι αυτό που αισθάνονται οι ίδιοι οι ασθενείς και αυτό που εκφράζουν για το πώς αισθάνονται φαίνεται να αποτελούν καλύτερο προγνωστικό δείκτη νοσηρότητας και θνησιμότητας από όλες τις εξετάσεις αίματος που διενεργούν οι γιατροί» σημειώνει ο δρ Φαγκούντες. (Το Βήμα)
Στην εποχή μας το πρόβλημα των νοσοκομειακών λοιμώξεων γίνεται όλο ένα και πιο δύσκολο εξ’ αιτίας της μικροβιακής αντοχής. Ο έλεγχος μετάδοσης λοιμώξεων στα νοσοκομεία αποτελεί κεφαλαιώδους σημασίας παράμετρο για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Η χρήση μεθόδων αποστείρωσης είναι απόλυτα απαραίτητη στις υπηρεσίες υγείας, καθώς στην αντίθετη περίπτωση μπορεί να προκύψουν λοιμώξεις που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο κόστος παρεχόμενων υπηρεσιών και στο δείκτη νοσηρότητας, πιθανώς και θνησιμότητας του οργανισμού. (Νοσοκομείο Παπαγεωργ�)
Peer comment(s):

agree Vasiliki Nikolaidou
41 mins
Ευχαριστώ πολύ!
agree Nick Lingris
2 hrs
Ευχαριστώ πολύ!
agree Vicky Papaprodromou
6 hrs
Ευχαριστώ πολύ!
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer.
3 hrs

νοσηρότητα

Definition from wiktionary:
1. η ιδιότητα ή η κατάσταση του νοσηρού<br />2. το σύνολο ατόμων που νοσούν από κάτι σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο
Example sentences:
Νοσηρότητα ονομάζεται η συχνότητα των νόσων σε ανθρώπινους πληθυσμούς. (mednet)
Something went wrong...
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search